- Ἰθακησία
- Ἰθακησίᾱ , Ἰθακήσιοςto Ithacafem nom/voc/acc dualἸθακησίᾱ , Ἰθακήσιοςto Ithacafem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰθακησίᾳ — Ἰθακησίᾱͅ , Ἰθακήσιος to Ithaca fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθακησίαν — Ἰθακησίᾱν , Ἰθακήσιος to Ithaca fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιθακήσιος — και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος τής Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek